Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε κάπου πολύ μακριά, σε μέρη άγνωστα, ένα ψηλό βουνό που είχε πάνω του λίγα μικρά χωριά κι ένα δάσος. Κανείς δεν του ’δινε σημασία του βουνού εκείνου διότι ήτανε μακριά από την Πολιτεία. Σημασία δεν έδινε κανείς ούτε στους μετρημένους στα δάχτυλα των δυο χεριών ανθρώπους που κατοικούσανε τα χωριά του, καλλιεργούσανε τα λιγοστά του χώματα και βόσκανε τα ζώα τους στα βοσκοτόπια του. Έτσι, το βουνό, το δάσος, οι άνθρωποι και τα ζώα ζούσανε μια ήσυχη ζωή, δίχως πολλές πολλές συναναστροφές, αναπνέανε τον καθαρό τους αέρα και καμαρώνανε το πράσινο τους που είχε αρχίσει να δείχνει το μπόι του ξανά ύστερα από τη μεγάλη φωτιά που το ’χε κάψει προ εικοσαετίας.Μια μέρα όμως ήρθε στην Πολιτεία ο Επενδυτής. Τελειώσανε πια οι εποχές που ερχότανε Επενδυτές και ζητούσανε παραθαλάσσια φιλέτα για να κάνουνε ξενοδοχεία και θέρετρα. Την σήμερον ημέρα οι Επενδυτές είναι «Πρασινωποί» και θέλουνε βουνοπλαγιές. Πήγανε λοιπόν οι Πρασινωποί κύριοι και βρήκανε Δημάρχους, Περιφερειάρχες, Βουλευτές και τους άλλους Παρόμοιους που ’χουνε την ευθύνη να χαράξουνε, λένε, στρατηγική για την ανάπτυξη του τόπου, τους κάνανε την προσφορά και κλείσανε αμέσως συμφωνία. Ο Άρχοντες ήτανε απόλυτα ευχαριστημένοι. Η Πρασινωπή Ανάπτυξις επιτέλους χτύπησε και τη δική τους πόρτα. Βουνοκορφές, χωριά και δάση μπορούν πλέον να δοθούν στην Επένδυση, για να γίνουν όλοι τους Πρασινωποί, να πάψουν να σπαταλάνε πόρους, να εκμεταλλευτούν άλλες πηγές, να γίνουν επιτέλους άνθρωποι, να ανοίξουνε και Πρασινωπές Θέσεις Εργασίας στα χωριά, να πάψουνε τα παιδιά των τσοπάνηδων να αναπνέουνε τη βερβελιά, να εκπολιτιστούνε.
Η συμφωνία έκλεισε λοιπόν. Μόνο στα ποσοστά παίχτηκε ένα μικρό παζάρι μα οι Πρασινωποί Επενδυτές φανήκανε ανυποχώρητοι κι οι Άρχοντες λυγίσανε για να μη χάσουνε το Ρεγάλο. Έγινε λοιπόν η Χωροθέτηση της Επένδυσης κι αρχίσανε τα Όργανα να βαράνε Πρασινωπούς Σκοπούς για να πείσουνε κι όσους ήτανε δύσπιστοι ή υποψιασμένοι, πως είναι όλα καλά και άγια και πως τρόπος άλλος δεν υπάρχει για να γίνει η ζωή καλύτερη.
Κι ενώ συμβαίνανε όλα αυτά, εν μέσω Πρασινωπών Οργάνων δηλαδή, ήρθε άξαφνα ο Αύγουστος που τα σαρώνει όλα. Πιάσανε τα μελτέμια να φυσάνε μέρα νύχτα με μανία, ήρθε ένα σούρουπο κι η πυρκαγιά που ξέσπασε (από αιτία άγνωστη) στο βορινό άκρο του βουνού κι έχοντας τον αέρα πρύμα εξαπλώθηκε αμέσως, το ξεπάστρεψε το δάσος, απείλησε τα χωριά, έκαψε τα ζωντανά, ήμερα και άγρια, και βασάνισε τους ανθρώπους που τρέχανε μέρα νύχτα αλαφιασμένοι για να σβήσουνε και να σώσουνε ό,τι μπορούσαν. Τρεις μέρες βάστηξε η φωτιά. Τεράστια η καταστροφή. Κι ανεβήκανε τότε στο ξεχασμένο βουνό οι Άρχοντες, με τα πουκάμισα ανοιχτά κλαψουρίζανε μπρος στις κάμερες για το πράσινο που γίνεται στάχτη. Και σαν να μην έφταναν τα δάκρυά τους τα ψεύτικα, ήρθανε και οι εκτιμήσεις για τα αίτια της καταστροφής. Οι τσοπάνηδες, είπανε, τη βάλανε τη φωτιά, για να κάψουνε την κλαδούρα και να κάνουνε καινούρια βοσκοτόπια. Τα είπανε, ξεδώσανε, κάνανε τη φιάκα τους και φύγανε το μεσημεράκι, για να πάνε σε μια κοντινή ταβέρνα για φαΐ μιας και κάνανε τόσο κόπο να ανεβούνε μέχρι κει απάνω, στην άκρια του κόσμου που καιγότανε.
Κι αφήσανε τους χωρικούς, μαζί και τους τσοπάνηδες (που 20 χρόνια συναπτά δεν είχανε βάλει φωτιά στον τόπο τους) να σβήνουνε φωτιές για τρεις μέρες ακόμα, να κλαίνε για το πράσινο που καμαρώνανε τόσα χρόνια γύρω από τα χωριά τους, μετρώντας τα καμμένα τους κατσικοπρόβατα να βρίζουνε και να καταριούνται τον «Άγνωστο Εμπρηστή» δίχως να ξέρουνε οι άμοιροι πως η Πολιτική των Εμπρησμών (και της Συκοφαντίας συνάμα) είχε μόλις αποχωρήσει.
Θα την ξαναδούνε όμως σε λίγο καιρό, όταν θα παραστούν οι Εκπρόσωποί της καμαρωτοί στα Εγκαίνια των Έργων της Πρασινωπής Ανάπτυξης η οποία θα λάβει τη θέση του πράσινου που έγινε μαύρο μέσα σε τρεις μέρες. Αλλά τότε θα είναι όλα ξεχασμένα πια και θα ζήσουνε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, όπως συμβαίνει συνήθως σε όλα τα παραμύθια.
Γιάννης Μακριδάκης
[Ο Γιάννης Μακριδάκης, γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά. Από το 1997, που ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου, οργανώνει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου, επιμελείται τις εκδόσεις του και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό "Πελινναίο". Έχει γράψει τα βιβλία "Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι, όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Μαρτυρίες 1941 - 1946" (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2006, το οποίο από το 2010 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία) και "10.516 μέρες: Ιστορία της νεοελληνικής Χίου 1912 -1940", ιστορικό αφήγημα (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2007). Το πρώτο του μυθιστόρημα "Ανάμισης ντενεκές" (Εστία 2008) έχει μεταφραστεί και στα τουρκικά. Άλλα βιβλία του είναι:
"Η δεξιά τσέπη του ράσου" 2009 (νουβέλα), "Λαγού μαλλί" 2010 (νουβέλα), "Ήλιος με δόντια" 2010 (μυθιστόρημα), "Η άλωση της Κωσταντίας" 2011 (μυθιστόρημα), όλα σε εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας.]
πηγή: tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου