Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Για τον Τσίκο.




Πηγαίνοντας εννέα χρόνια πίσω, στα φοιτητικά μου χρόνια, τα ανέμελα και τα σπουδαία,  και περνώντας από ένα μαγαζί με μικρά ζωάκια θα συναντούσα ένα μικρό, σχεδόν άτριχο κουτάβι που απεγνωσμένα προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή των περαστικών που έμεναν για λίγο μπροστά στο κλουβάκι του για να καταλάβουν τι είδους ζώο ήταν αυτό που έκανε τόσο σαματά. Για να είμαι ειλικρινής για σκύλο δεν έμοιαζε. Έμοιαζε περισσότερο με  διασταύρωση νυχτερίδας με ποντικού, χαριτωμένου ποντικού. Σπάραξε η καρδιά μου να τον βλέπω μέσα στο κλουβί. Η απόφαση πάρθηκε άμεσα και χωρίς πολύ σκέψη, και το μικρό αυτό κουταβάκι βρίσκονταν σε λίγη ώρα στην τσέπη του παλτού μου.
Μια Τριτοετής φοιτήτρια  και ένα τεσσάρων μηνών κουτάβι αποφασίζουν να συγκατοικήσουν. Πρώτα από όλα έπρεπε να του δοθεί ένα όνομα. Ένα όνομα μεγαλοπρεπές και περήφανο σαν το μικρό φασαριόζικό ζωάκι που κρατούσα στα χέρια μου. Αποφάσισα να τον φωνάζω Γολιάθ. Ναι , μάλιστα Γολιάθ γιατί μπορεί να ήταν μικρός στο μέγεθος αλλά με την πρώτη ματιά καταλάβαινες πως είχε μεγάλη καρδιά και τσαγανό. Κοιμόνταν όπου κοιμόμουν, ξυπνούσε όταν ξυπνούσα και δεν έτρωγε μπουκιά αν δεν ήμουν σπίτι. Με περίμενε να γυρίσω από τη σχολή για να φάει την τροφή του. Ξενύχτια πολλά , εκπαίδευση σχεδόν καμία γιατί ήμουν της άποψης πως ο δικός μου ο σκύλος θα μεγάλωνε ελεύθερος – όσο αυτό ήταν δυνατό- και θα έκανε ότι ήθελε. Τελικά στο όνομα Γολιάθ δεν άκουγε με τίποτα. Συζητώντας ένα απόγευμα με μια συμφοιτήτρια μου αποφασίσαμε να δούμε την ταινία ‘’Μυστικό Παράθυρο’’ ένα έργο βασισμένο σε βιβλίο του Στίβεν Κινγκ με πρωταγωνιστή τον Τζόνυ Ντεπ . Στο έργο ο πρωταγωνιστής έχει ένα σκύλο που τον φωνάζει Τσίκο, τότε η Κωνσταντίνα γυρίζει στην μεριά του κουταβιού και του φωνάζει Τσίκο. Εκείνο ακούει κατευθείαν το όνομά του και έρχεται προς το μέρος της. Τα «βαπτίσια» είχαν γίνει εκείνο το απόγευμα και η νονά, τελικά του έδωσε το όνομα του.   
Πόσους φόβους, πόσες χαρές, πόσες αγωνίες και προβλήματα είχε ακούσει εκείνο το σκυλί! Πόσα ταξίδια είχε κάνει! Από την Κρήτη στην Αθήνα, στα Γιάννενα, στην Σύρο και από κει στη Σάμο. Παντού δίπλα μου, εξουθενωμένος στο τέλος κάθε ταξιδιού να ψάχνει την κουβέρτα του για να φτιάξει την φωλιά του και να κοιμηθεί. Η ‘καρδιά’ της φοιτητικής μου παρέας.  Στο σπίτι μου στο Ρέθυμνο, είχα μία ντουλάπα όπου στο κάτω μέρος της, όταν άνοιγες την πόρτα της υπήρχε ένα κενό. Όποτε λοιπόν άνοιγα εκείνη την ντουλάπα ο Τσίκος χώνονταν σε εκείνο το κενό και κρύβονταν, εγώ έκλεινα την ντουλάπα και εκείνος παρέμεινε κρυμμένος μέσα. Έπρεπε να περάσει κανένα πεντάλεπτο για να καταλάβω ότι κρύβονταν και να ανοίξω την ντουλάπα να βγει. Να βγει χαρούμενος και έτοιμος για παιχνίδια νομίζοντας ότι με κορόιδεψε.
Ερωτευμένος πάντα με όποιο θηλυκό σκυλί συναντούσε ανεξαρτήτους μεγέθους.  Ο Τσίκος τελικά δεν θα ξεπερνούσε τα 2,5 κιλά ακόμη και μετά την ενηλικίωση του. Στην Κρήτη έγινε για πρώτη φορά πατέρας και το μικρό του το φέραμε πίσω στη Σάμο.  Δεν άντεχε καθόλου το κρύο και λάτρευε τον ήλιο. Θα μπορούσε να κάθεται με τις ώρες και να λιάζεται. Σιχαινόταν τους κτηνιάτρους, δεν μπορούσε να καταπιεί κανένα είδος χαπιού και έτσι αν χρειάζονταν να πάρει κάποιο φάρμακο του το έκανα σκόνη και του το έριχνα πάνω σε κιμά . Ο κιμάς ήταν το αγαπημένο του φαγητό. Του άρεσε να του φοράω ρούχα και όποτε πηγαίναμε βόλτα κόρδωνε σαν βασιλιάς. Όσο μπόι του έλειπε τόσο αυτοπεποίθηση είχε. Στις γειτονιές που έμενα ήταν κάτι σαν μασκότ και όλοι τον αγαπούσαν . Απίστευτες και πολλές ιστορίες θα μπορούσα να διηγούμαι για ώρες.  Ένα πρωί θυμάμαι ξύπνησα στο πατρικό μου σπίτι από τα κλάματα του Τσίκου. Βγαίνω στην αυλή και βλέπω τον Τσίκο να τρέχει μπροστά αυτός και πίσω μια μεγαλόσωμη γάτα να τον κυνηγάει, στιγμές απείρου κάλλους.
 Αρκετά πεισματάρης, γαλίφης,  παρεξηγιάρης, καλόκαρδος, ζηλιάρης, παιχνιδιάρης και ξεροκέφαλος. Αγαπούσε τους ανθρώπους που αγαπούσα με όλη του την καρδιά . Ίσως λίγο ασχημούλης για πολλούς, το πιο όμορφο σκυλί του κόσμου για μένα.  Αυτός ήταν ο Τσίκος. Αυτός ήταν ο Τσίκος μου, η συντροφιά μου και η παρέα μου.
Πάντα όταν σκεφτόμουν ότι μπορεί να πάθαινε κάτι, έλεγα μέσα μου ότι θα φύγει μεγάλος και εγώ θα έχω φτιάξει την δική μου οικογένεια και θα είμαι πολύ δυνατή για να το διαπραγματευτώ.
 Ο Τσίκος λοιπόν επέλεξε να κοιμηθεί σε εκείνο το τεράστιο γούνινο σπιτάκι που είχε, και να μην ξαναξυπνήσει τρεις μέρες πριν κλείσει τα εννιά του χρόνια. Η καρδιά του τελικά δεν ήταν μόνο πολύ μεγάλη, ήταν και πολύ ευαίσθητη. Αν υπάρχει παράδεισος για ζώα εκεί βρίσκεται σίγουρα αυτή τη στιγμή. Θα κάθεται στον ήλιο και θα ρεμβάζει. Μπορεί να έχει πάρει και καμιά σκυλίτσα από πίσω και να περνάει καλά  Το σίγουρο είναι ένα  θα μας λείπει πάντα.- 

οδοντοβουρτσιές