Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Μια καρδιά από πηλό.



Κι ύστερα χαμογελάς.. και μετά δαγκώνεις τα χείλη σου. Θυμώνεις… ρυτίδες έντονες σχηματίζονται στο 19 χρόνο πρόσωπο σου ,,,και ρίχνεις κάτω το μικρό πήλινο μπιμπελό που είχες ορκιστεί στον εαυτό σου πως θα το κρατήσεις για πάντα .Και κλαις… με αναφιλητά δυνατά, γοερά με όλη σου την ψυχή. Και μετά χτυπάει το τηλέφωνο. .Ακούς ένα μικρό ήχο, δεν είναι κλήση, είναι μήνυμα. Και πάλι χαμογελάς. Και σκουπίζεις τα μουτζουρωμένα από τη μαύρη μάσκαρα μάγουλά σου. Με τρεμάμενα χέρια πιάνεις αυτό το μικρό  ηλεκτρονικό πραγματάκι που νιώθεις ότι έχει φυλακίσει στο πλαστικό του σώμα όλη την ψυχική σου ηρεμία.. Τα δάχτυλα σου τυφλά πατούν τον αλγόριθμο που οδηγεί στην ανάγνωση του μηνύματος.  Προσπαθείς να διαβάσεις τι γράφει.. οι μπογιές από τα ματιά σου δεν στο επιτρέπουν. Ξανά ορκίζεσαι φευγαλέα στον εαυτό σου ότι δεν θα βάφεσαι από εδώ και στο εξής τόσο έντονα….’’Θέλω να μιλήσουμε’’.. Θέλει να μιλήσουμε, σκέφτεσαι. Το πρόσωπο σου φωτίζεται. Ανακτά την χαμένη του εικόνα. Σαν δροσιά πάνω στα φύλλα των κρίνων ένα πρωινό του Απρίλη. Θέλει να μιλήσουμε… κατάλαβε το λάθος του, σκέφτεσαι.. Θέλει να είμαστε μαζί. Μετάνιωσε γι αυτά που είπε.
Το μπιμπελό…που είναι το μπιμπελό? Κοιτάς το πάτωμα.. Μικρά κόκκινα κομμάτια ..μιας καρδιάς θρυψαλιασμένης  Τα βάζεις με τον εαυτό σου. Πρέπει κάποια στιγμή να ωριμάσεις και να μην αντιδράς επιπόλαια, σκέφτεσαι. Γονατίζεις και μαζεύεις ευλαβικά ένα ένα τα κομμάτια. Τα βάζεις πάνω στο γραφείο σου, παραμερίζοντας  σελίδες που έχουν καταλάβει το χώρο. Μια σελίδα γράφει πάνω της με έντονα μαύρα γράμματα « Πολιτική Φιλοσοφία ΙΙ» Εξεταστική Περίοδος Φεβρουαρίου 2012. Θα πρέπει να μελετήσεις, μονολογείς. Θα πρέπει κάποια στιγμή να μελετήσεις, τώρα έχεις πιο σημαντικά πράγματα να κάνεις.  Ανοίγεις αγχωμένη τα συρτάρια του γραφείου. Τραβάς το πρώτο από αυτά με όλη σου τη δύναμη και το ρίχνεις πάνω στο πόδι σου. Πονάς. Πονάς? Τι σημαίνει πονάς τώρα έχεις πιο σημαντικά πράγματα να κάνεις. Ο πόνος θα περάσει. Προσπαθείς να διακρίνεις μέσα στο ακατάστατο συρτάρι ένα κίτρινο σωληνάκι με μαύρα γράμματα. Το βρίσκεις με ένα άτσαλα τοποθετημένο καπάκι στην κορυφή του, η κόλλα έχει ξεχειλίσει, έχει ξεραθεί και έχει παραμορφώσει το σωληνάριο. Πρέπει να σαι πιο προσεκτική στις κινήσεις σου σκέφτεσαι. Προσπαθείς να ενώσεις τα κομμάτια μαζί. Γέρνεις το κεφάλι σου μια στα αριστερά μια στα δεξιά. Νομίζεις ότι τα κατάφερες. Χαμογελάς. Σκέφτεσαι το μήνυμα και ότι δεν έχεις απαντήσει ακόμη. Αγχώνεσαι. Αφήνεις προσεκτικά τα ενωμένα κομμάτια στο τραπέζι. Πρέπει να βιαστείς. Γιατί όμως να βιαστείς? Το ξανασκέφτεσαι. Ας περιμένει και εκείνος λίγο, όπως περίμενες και συ μια ολόκληρη μαρτυρική ώρα για κάποιο σημάδι δικό του. Γελάς πονηρά. Τελικά εξακολουθείς να έχεις το «πάνω χέρι» στη σχέση σας σκέφτεσαι.    
            Χτενίζεις με τα δάχτυλα σου τις πυκνές μαύρες σου μπούκλες. Πρέπει να φαίνομαι χάλια, σκέφτεσαι. Θα σουλουπωθώ αργότερα, ψιθυρίζεις καθησυχαστικά σε εσένα, για εκείνον, πάντα για εκείνον, όλα για εκείνον. Ανασυγκροτείσαι. Θυμάσαι ότι δεν έχεις βάλει κόλλα στα πρόχειρα ενωμένα κομμάτια. Με το αριστερό σου χέρι κρατάς σφικτά την κόκκινη καρδιά σου με το δεξί κρατάς την κόλλα. Την ανοίγεις με τον αντίχειρα σου  και τον δείκτη. Πιέζεις περισσότερο από όσο πρέπει το σωληνάριο. Ξεχειλίζει η κόλλα και λερώνεσαι. Θυμάσαι το χτυπημένο από το συρτάρι πόδι σου. Θυμώνεις. Εξοργίζεσαι. Δεν πτοείσαι όμως. Πασαλείφεις την καρδιά με κόλλα, το μπιμπελό γίνεται ένα με το αριστερό σου χέρι. Δεν πειράζει θα το ξεκολλήσεις.  Και αν το προσέξει πως είναι σπασμένο? Μειδιάζεις. Σιγά μην το προσέξει. Όπως τάχα μου πρόσεξε το ολοκαίνουργιό σου χτένισμα, που είχες αλλάξει την φράντζα σου από τα δεξιά που την έκανες συνήθως , στα αριστερά? Η΄ μήπως τότε που είχες αλλάξει το χρώμα του κραγιόν σου από λιλά σε ροδακινί το είχε προσέξει.
Ο ήχος από το κινητό, σου διακόπτει βίαια  τις σκέψεις. Ούτε δέκα λεπτά δεν μπορεί να περιμένει για την απάντησή σου, μονολογείς και χαμογελάς. Πετάς την κόλλα από το δεξί σου χέρι κάτω και τρέχεις προς το τηλέφωνο. Ανοίγεις διψασμένα το μήνυμα. Διαβάζεις. ‘’Επειδή έχουμε κανονίσει φάση με τα παιδιά δεν μπορώ να περιμένω και θα περάσω από κει σε λίγο να πάρω το Πλέι στέσιον , θα ανοίξω με τα κλειδιά μου και μετά θα στα αφήσω πάνω στο τραπεζάκι’’ . Το ξαναδιαβάζεις. Βεβαιώνεσαι για τον αποστολέα. Τινάζεις με δύναμη το αριστερό σου χέρι στον αέρα μπας και ξεκολλήσει η καρδιά. Μάταια όμως παραμένει κολλημένη.. Ξανατινάζεις το χέρι σου πιο δυνατά αυτή τη φορά. Η καρδιά ξεκολλάει και βρίσκει την θέση της στο πάτωμα, εκεί που ήταν και πριν δέκα λεπτά, σε κομμάτια πάντα. Ουρλιάζεις.
Τρέχεις προς το μπάνιο. Αφήνεις το παγωμένο νερό να μουτζουρώσει το πρόσωπο σου λες και είναι καμβάς ψυχασθενή ζωγράφου. Ρίχνεις και άλλο νερό και σαπούνι. Τα πρόσωπό σου είναι καθαρό τώρα, αλλά χλωμό. Θυμάσαι ότι είναι απόγευμα και δεν έχεις φάει τίποτα. Θυμάσαι ότι μπορεί να έρθει εκείνος από στιγμή σε στιγμή και αφήνεις την προηγούμενη σκέψη να κρυφτεί μέσα στο σιφόνι του νιπτήρα σου μαζί με τα νερά. Αρχίζεις να βάφεσαι. Τα μάγουλά σου αποκτούν ένα παιχνιδιάρικο ροδακινί χρώμα. Οι μαύροι κύκλοι κρύβονται κάτω από στρώσεις από εκρού μπογιά. Τα χείλη σου χρωματίζονται ροζ. Από τα βλέφαρά σου περνάει μια στρώση από μάσκαρα. Σκέφτεσαι πως είναι αρκετή. Φοβάσαι μην λυγίσεις και δακρύσεις και μουτζουρωθείς,  ξανά.  Βλέπεις το πρόσωπό σου στον καθρέφτη. Τιθασεύεις με ένα χτένι τις μαύρες σου μπούκλες. Κάτι δεν σου αρέσει. Αρπάζεις την μάσκαρα και βάζεις ξανά στις βλεφαρίδες σου, και ξανά με  αυτοπεποίθηση αυτή τη φορά. Με μεγάλα βήματα βγαίνεις από το μπάνιο και πας στην ντουλάπα σου. Κοιτάς τον εαυτό σου. Φοράς ένα χοντρό μαύρο καλσόν με ίσιες μαύρες μπότες και ένα κίτρινο μακρύ  πουλόβερ που αφήνει τον δεξί σου ώμο ακάλυπτο. Ανακατεύεις τα ρούχα περισσότερο στην ντουλάπα και ανακαλύπτεις ένα φουλάρι με όλα τα χρώματα του κόσμου πάνω του.. Το δένεις στο λαιμό σου. Πατάς πάνω στα  κομμάτια της καρδιάς , διασχίζεις ξανά το ένα και μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού σου, αρπάζεις το κόκκινο σακίδιο σου και πετάς τα κλειδιά και τα πέντε ευρώ σου μέσα. Πας στην πόρτα και τραβάς το σύρτη.  Κοντοστέκεσαι. Ξαναπατάς τα κομμάτια από το μπιμπελό και αρπάζεις εκείνη την στοίβα με τις φωτοτυπίες που είχες πάνω στο γραφείο. Χτυπάς με δύναμη την πόρτα πίσω σου. Αγωνιάς μην τον πετύχεις να ανεβαίνει τα σκαλιά της πολυκατοικίας σου. Βγαίνεις στο δρόμο. Διασχίζεις την λεωφόρο και ορμάς μέσα στο σταματημένο λεωφορείο που βρίσκεται μπροστά σου.
Θα σταματήσεις μετά από δύο στάσεις. Θα διασχίσεις πάλι την λεωφόρο, θα ανέβεις τα σκαλιά του παλιού κτιρίου που στεγάζει το αναγνωστήριο δύο δυο. Θα μπεις μέσα στην αίθουσα με ησυχία και θα λουφάξεις στο ξύλινο κάθισμα. Θα ανοίξεις μηχανικά την τσάντα σου και θα ξετρυπώσεις εκείνες τις σημειώσεις. Θα περάσει από το μυαλό σου η μορφή του να μπαίνει στο σπίτι σου, να πατάει την καρδιά που είναι στο πάτωμα. Να αδιαφορεί . Να βγάζει το ηλεκτρονικό παιχνίδι από την πρίζα, να πετάει τα κλειδιά σου  στο τραπεζάκι και να χάνεται πίσω από την πόρτα.
Είναι εκείνη η στιγμή που θα νιώσεις ένα βλέμμα να σε ακουμπά στον ώμο. Είναι εκείνη η στιγμή που θα σηκώσεις τα μάτια σου από τις σημειώσεις που δεν έχεις διαβάσει και θα αντικρίσεις το ξανθό αγόρι που κάθεται απέναντι σου να σου χαμογελάει. Είναι εκείνη η στιγμή που θα ανασηκωθείς και θα ξανά καθίσεις με ίσια την πλάτη σου αυτή τη φορά. Είναι εκείνη η στιγμή που θα κοιτάξεις έξω από το παράθυρο και θα συνειδητοποιήσεις ότι είναι μια υπέροχη ηλιόλουστη μέρα του Ιανουαρίου.


οδοντόβουρτσα

1 σχόλιο:

  1. Οδοντόβουρτσα που, αντί να κάνει τα δοντάκια αστραφτερά , φτιάχνει ένα όμορφο αυτοτελές νεανικό κείμενο , πρώτη φορά συναντάω !!
    Συγγραφικές ικανότητες ανακαλύπτω , για συνέχισε , εμπρός , πάμε για το επόμενο !!
    Ελπίζω πρόσωπα και γεγονότα να είναι φανταστικά !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή